- πολυκάθεδρος
- ὁ, Αο πολύζυγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + καθέδρα «κάθισμα» (πρβλ. ορθο-κάθεδρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκάθεδρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαθέδροις — πολυκάθεδρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαθέδρῳ — πολυκάθεδρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκάθεδροι — πολυκάθεδρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκάθεδρον — πολυκάθεδρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαθέδρωι — πολυκαθέδρῳ , πολυκάθεδρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)